ΟΙ ΕΥΡΩΚΑΠΗΛΟΙ ΚΑΙ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΧΡΕΟΣ
***
Για να μην πέσει κανείς θύμα της ενορχηστρωμένης αυτής καμπάνιας συσκοτισμού, πρέπει να έχει συνεχώς προ οφθαλμών ορισμένες βασικές διαπιστώσεις. Και κατά πρώτο λόγο το ότι η συνεχιζόμενη συμμετοχή μας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι είναι αυταπόδεικτα επιτακτική ανάγκη · καθώς τυχόν έξοδός μας από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, ή έστω και περαιτέρω εξασθένιση της θέσης μας εντός αυτών, θα έπληττε μείζονα γεωπολιτικά, πολιτιστικά, και οικονομικά συμφέροντα του ελληνικού κράτους και του Ελληνισμού γενικότερα.
Ωστόσο – και είναι μια δεύτερη, κρίσιμη επισήμανση - η ευρωπαϊκή μας ταυτότητα μακράν απέχει του να αποτελεί πανάκεια. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένας ιδιότυπος χώρος στενής μεν συνεργασίας, πλην όμως και αντιπαράθεσης, εθνικών κρατών – με τους δημογραφικά, οικονομικά, και στρατιωτικά προέχοντες εταίρους να ασκούν αναπόφευκτα καθοριστική επιρροή στις κεντρικές επιλογές της.
Το κατ’ εξοχήν εξυπηρετικό της ασφάλειας και ανάπτυξης της χώρας μας προωθημένο, ουσιαστικά ομοσπονδιακό, ευρωπαϊκό όραμα των Αντενάουερ, Σουμάν, και ντε Γκάσπερι, ούτε έλαβε, ούτε, όπως όλα δείχνουν, πρόκειται να λάβει σάρκα και οστά - τουλάχιστον στο ορατό μέλλον, το οποίο είναι και το μόνο που προσφέρεται για τη χάραξη εθνικής στρατηγικής. Mάλιστα, η αύξουσα προσκόλληση των κρίσιμης σημασίας για τα ευρωπαϊκά πράγματα Βρετανών και Γάλλων στην κρατική τους κυριαρχία και η τόνωση της εθνικής αυτοπεποίθησης των τουλάχιστον εξ ίσου σημαντικών Γερμανών μετά την επανενοποίησή τους εκκολάπτουν ένα διάχυτο «ευρωσκεπτικισμό», δυσχεραίνοντα ακόμη και την τρέχουσα, επιλεκτική – πρωτίστως οικονομική, αλλά σε μικρότερο βαθμό και διοικητική και διεθνοπολιτική - ευρωπαϊκή συνεργασία. Η οποία, ωστόσο, ευρύτατα αναγνωριζόμενη ως αναγκαία, το πιθανότερο είναι να συνεχισθεί χωρίς μείζονα απόκλιση από την μέχρι τούδε πρακτική.
***
Υπό τις συνθήκες αυτές, ο εθνικός ρεαλισμός υπαγορεύει, αφ’ ενός, να αξιοποιούμε κατά το δυνατόν πληρέστερα τις σημαντικές δυνατότητες που μας προσφέρει η Ευρωπαϊκή Ένωση, και, αφ’ ετέρου, να συνειδητοποιήσουμε την αντικειμενική αδυναμία μας να καθορίζουμε τις κεντρικές επιλογές της. Η ίδια δε αυτή συλλογιστική επιβάλλει να αποφεύγουμε, τόσο την εξιδανίκευση, όσο και τη δαιμονοποίηση της ΕΕ - απαλλασσόμενοι ειδικότερα από το απαξιωτικό, τριτοκοσμικό σύνδρομο της αντιμετώπισης ως εχθρού οποιασδήποτε ευρωπαϊκής κυβέρνησης ή Ευρωπαίου ηγέτη δεν υιοθετεί τις εκάστοτε επιδιώξεις μας.
Εν πάση, όμως, περιπτώσει, το κυρίως ζητούμενο ήταν και είναι η εσωτερική μας ανασυγκρότηση με τις στενά αλληλένδετες επί μέρους πτυχές της: την πολιτειακή, τη διοικητική, την αμυντική, την εκπαιδευτική, την περιβαλλοντική, και φυσικά την οικονομική. Η πραγμάτωσή της οποίας αποτελεί αποκλειστικά δικό μας χρέος. Ουδενός άλλου. Ενώ προϋπόθεση πρώτη για να αχθεί εις πέρας ο ομολογουμένως ηράκλειος αυτός άθλος είναι να απαλλαγεί ο δημόσιος βίος από το εφθαρμένο και ευρύτατα διεφθαρμένο σημερινό πολιτικό προσωπικό, και στις θέσεις ευθύνης να προωθηθούν νέα, άφθαρτα στελέχη, ικανά να καλύψουν με επάρκεια όλους τους κρίσιμους τομείς της δημόσιας ζωής.
Κατάλληλοι προς τούτο άνθρωποι ευτυχώς υπάρχουν - εντός και εκτός Ελλάδας. Σήμερα μάλιστα είναι περισσότεροι και καλύτερα κατηρτισμένοι παρά ποτέ κατά την ιστορική διαδρομή του Νεότερου Ελληνισμού. Όμως, απομονωμένοι και αποκαρδιωμένοι απέχουν από τα κοινά. Διό και ο εντοπισμός, η προσέλκυση, και η αξιοποίησή τους εν ονόματι ενός προγράμματος εθνικής ανόρθωσης συνιστούν εκ των πραγμάτων την κεντρική αποστολή μιας γνήσια αναγεννητικής πολιτικής δύναμης - όπως και προαπαιτούμενο για τη στήριξή της από τον ελληνικό λαό.
γράφει ο Γ.Ε. Σέκερης
Για μια ακόμη φορά, οι κομματάνθρωποι που επί δεκαετίες λυμαίνονται τη χώρα χρησιμοποιούν την ευρωπαϊκή ιδέα ως μέσο αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης και διάσωσης της κλονιζόμενης εξουσίας τους. Με τους κατέχοντες τους κυβερνητικούς θώκους να προβάλλουν το ψευδοδίλημμα «Ναι ή Όχι στην Ευρωπαϊκή Ένωση» · με τους πασχίζοντες να τους αντικαταστήσουν να υπόσχονται «μια άλλη Ευρώπη» · και, συνακόλουθα, με τους μεν και τους δε να συμπράττουν στη συγκάλυψη του πραγματικού διακυβεύματος των τραγελαφικών πολιτικών μας εξελίξεων.***
Για να μην πέσει κανείς θύμα της ενορχηστρωμένης αυτής καμπάνιας συσκοτισμού, πρέπει να έχει συνεχώς προ οφθαλμών ορισμένες βασικές διαπιστώσεις. Και κατά πρώτο λόγο το ότι η συνεχιζόμενη συμμετοχή μας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι είναι αυταπόδεικτα επιτακτική ανάγκη · καθώς τυχόν έξοδός μας από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, ή έστω και περαιτέρω εξασθένιση της θέσης μας εντός αυτών, θα έπληττε μείζονα γεωπολιτικά, πολιτιστικά, και οικονομικά συμφέροντα του ελληνικού κράτους και του Ελληνισμού γενικότερα.
Ωστόσο – και είναι μια δεύτερη, κρίσιμη επισήμανση - η ευρωπαϊκή μας ταυτότητα μακράν απέχει του να αποτελεί πανάκεια. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένας ιδιότυπος χώρος στενής μεν συνεργασίας, πλην όμως και αντιπαράθεσης, εθνικών κρατών – με τους δημογραφικά, οικονομικά, και στρατιωτικά προέχοντες εταίρους να ασκούν αναπόφευκτα καθοριστική επιρροή στις κεντρικές επιλογές της.
Το κατ’ εξοχήν εξυπηρετικό της ασφάλειας και ανάπτυξης της χώρας μας προωθημένο, ουσιαστικά ομοσπονδιακό, ευρωπαϊκό όραμα των Αντενάουερ, Σουμάν, και ντε Γκάσπερι, ούτε έλαβε, ούτε, όπως όλα δείχνουν, πρόκειται να λάβει σάρκα και οστά - τουλάχιστον στο ορατό μέλλον, το οποίο είναι και το μόνο που προσφέρεται για τη χάραξη εθνικής στρατηγικής. Mάλιστα, η αύξουσα προσκόλληση των κρίσιμης σημασίας για τα ευρωπαϊκά πράγματα Βρετανών και Γάλλων στην κρατική τους κυριαρχία και η τόνωση της εθνικής αυτοπεποίθησης των τουλάχιστον εξ ίσου σημαντικών Γερμανών μετά την επανενοποίησή τους εκκολάπτουν ένα διάχυτο «ευρωσκεπτικισμό», δυσχεραίνοντα ακόμη και την τρέχουσα, επιλεκτική – πρωτίστως οικονομική, αλλά σε μικρότερο βαθμό και διοικητική και διεθνοπολιτική - ευρωπαϊκή συνεργασία. Η οποία, ωστόσο, ευρύτατα αναγνωριζόμενη ως αναγκαία, το πιθανότερο είναι να συνεχισθεί χωρίς μείζονα απόκλιση από την μέχρι τούδε πρακτική.
***
Υπό τις συνθήκες αυτές, ο εθνικός ρεαλισμός υπαγορεύει, αφ’ ενός, να αξιοποιούμε κατά το δυνατόν πληρέστερα τις σημαντικές δυνατότητες που μας προσφέρει η Ευρωπαϊκή Ένωση, και, αφ’ ετέρου, να συνειδητοποιήσουμε την αντικειμενική αδυναμία μας να καθορίζουμε τις κεντρικές επιλογές της. Η ίδια δε αυτή συλλογιστική επιβάλλει να αποφεύγουμε, τόσο την εξιδανίκευση, όσο και τη δαιμονοποίηση της ΕΕ - απαλλασσόμενοι ειδικότερα από το απαξιωτικό, τριτοκοσμικό σύνδρομο της αντιμετώπισης ως εχθρού οποιασδήποτε ευρωπαϊκής κυβέρνησης ή Ευρωπαίου ηγέτη δεν υιοθετεί τις εκάστοτε επιδιώξεις μας.
Εν πάση, όμως, περιπτώσει, το κυρίως ζητούμενο ήταν και είναι η εσωτερική μας ανασυγκρότηση με τις στενά αλληλένδετες επί μέρους πτυχές της: την πολιτειακή, τη διοικητική, την αμυντική, την εκπαιδευτική, την περιβαλλοντική, και φυσικά την οικονομική. Η πραγμάτωσή της οποίας αποτελεί αποκλειστικά δικό μας χρέος. Ουδενός άλλου. Ενώ προϋπόθεση πρώτη για να αχθεί εις πέρας ο ομολογουμένως ηράκλειος αυτός άθλος είναι να απαλλαγεί ο δημόσιος βίος από το εφθαρμένο και ευρύτατα διεφθαρμένο σημερινό πολιτικό προσωπικό, και στις θέσεις ευθύνης να προωθηθούν νέα, άφθαρτα στελέχη, ικανά να καλύψουν με επάρκεια όλους τους κρίσιμους τομείς της δημόσιας ζωής.
Κατάλληλοι προς τούτο άνθρωποι ευτυχώς υπάρχουν - εντός και εκτός Ελλάδας. Σήμερα μάλιστα είναι περισσότεροι και καλύτερα κατηρτισμένοι παρά ποτέ κατά την ιστορική διαδρομή του Νεότερου Ελληνισμού. Όμως, απομονωμένοι και αποκαρδιωμένοι απέχουν από τα κοινά. Διό και ο εντοπισμός, η προσέλκυση, και η αξιοποίησή τους εν ονόματι ενός προγράμματος εθνικής ανόρθωσης συνιστούν εκ των πραγμάτων την κεντρική αποστολή μιας γνήσια αναγεννητικής πολιτικής δύναμης - όπως και προαπαιτούμενο για τη στήριξή της από τον ελληνικό λαό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου