Παρασκευή 18 Ιουλίου 2014

ΕΤΣΙ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΧΝΙΟΜΑΣΤΕ... ΠΟΣΟ ΦΙΛΕΛΛΗΝΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΔΙΠΛΛΩΜΑΤΕΣ ΜΑΣ!

Θράκη: Τα μειονεκτικά σχολεία της μειονότητας γίνονται πυλώνες του τουρκικού εθνικισμού

Γιατί υπάρχουν μειονοτικά σχολεία στη Θράκη; Σχολεία ειδικά, σχολεία δίγλωσσα, ελλιπή; Τα μειονοτικά σχολεία πήραν τη θέση των παλαιότερων «μουσουλμανικών σχολείων». Τα «μουσουλμανικά σχολεία» μετονομάστηκαν το 1954 σε «τουρκικά», στο πλαίσιο του ψυχρού πολέμου, καθώς κρίθηκε τότε ασφαλέστερο να θεωρούνται όλοι ανεξαιρέτως οι μουσουλμάνοι Τούρκοι (η Τουρκία ήταν σύμμαχος χώρα εν τω ΝΑΤΟ) για να αποφευχθεί ο κίνδυνος του να εγκολπωθούν τους σλαβόφωνους Πομάκους οι βόρειοι κομμουνιστές γείτονες. Ο ψυχρός πόλεμος βέβαια έχει παρέλθει προ πολλού, αλλά οι ψυχροπολεμικές επιλογές συνεχίζουν να στοιχειώνουν την εκπαίδευση που λαμβάνουν στη Θράκη οι μουσουλμάνοι Έλληνες πολίτες. 
Η μειονοτική εκπαίδευση, κατά κοινή αποδοχή, στηρίζεται σε μία παρωχημένη νομοθεσία και αδυνατεί να παρέχει ουσιαστική μόρφωση στα παιδιά των μουσουλμάνων της ελληνικής Θράκης.
 

Η πολυχρωμία της μουσουλμανικής μειονότητας

Στην πράξη παρατηρούνται τελευταία προσπάθειες να παρουσιαστεί η μειονότητα ως μία εθνική οντότητα, ενιαία τουρκική. Βέβαια, για όσους ζουν στη Θράκη, ακόμα και για τους ίδιους τους μουσουλμάνους, αυτό είναι ανιστόρητο και απέχει πολύ από την πραγματικότητα, εφόσον βασικό γνώρισμα της Θράκης είναι η γλωσσική και φυλετική πολυχρωμία της. Ο Τσιγγάνος Θρακιώτης ξέρει πολύ καλά πως δεν είναι Τούρκος. Στο Δροσερό της Ξάνθης οι Ρομά λένε στη γλώσσα τους: «Χοραχάη Χοραχάσα, Ρομά ε Ρομένσα» (ο Τούρκος με τον Τούρκο και ο Τσιγγάνος με τον Τσιγγάνο). Τα εθνοτικά όρια είναι ευδιάκριτα και στην περίπτωση των Πομάκων, οι οποίοι δεν έχουν καμία φυλετική, γλωσσική, ιστορική ή πολιτισμική συνάφεια με τους Τούρκους. 
Κατά τη μακραίωνη ιστορία του, ο ελληνισμός έχει επιδείξει ανεξίθρησκη συμπεριφορά και πλήρη σεβασμό της γλωσσικής και εθνοτικής ετερότητας προς όλες τις συλλογικότητες που συνυπάρχουν στη Θράκη. Σήμερα, ανάμεσα στους 115.000 μουσουλμάνους που ζουν στη Θράκη, οι Πομάκοι υπολογίζονται σε 40.000, οι Αθίγγανοι σε 30.000 και οι τουρκόφωνοι σε 45.000. Αναφερόμαστε σε «τουρκόφωνους» και όχι Τούρκους, διότι στους τουρκόφωνους περιλαμβάνονται τουρκόφωνοι Κιρκάσιοι, μαύροι Σουδανοί (στο Ν. Ξάνθης), τουρκόγυφτοι, ορεινοί Τσιτάκηδες, Κιρτζαλήδες και άλλα ασιατικά φύλα, τα οποία εποίκησαν τη Θράκη κατά τους πρώτους αιώνες της οθωμανικής κατάκτησης.
 

Από τη Συνθήκη της Λωζάννης στα ελληνοτουρκικά πρωτόκολλα 

Συχνά αναπαράγεται το μύθευμα ότι η ύπαρξη των μειονοτικών σχολείων προβλέπεται από τη συνθήκη της Λωζάννης (24 Ιουλίου 1923). Η Συνθήκη αυτή αναφέρεται τόσο στη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης όσο και στις μη μουσουλμανικές μειονότητες της Τουρκίας. Εκτός από ζητήματα θρησκευτικής ελευθερίας και έκφρασης, η συνθήκη αναφέρεται και σε εκπαιδευτικά και γλωσσικά ζητήματα. 
Σύμφωνα με τα άρθρα 40 και 41 της Συνθήκης,  εισάγεται η υποχρέωση της Τουρκίας και της Ελλάδας να εξασφαλίζουν τη διδασκαλία της θρησκείας και της μητρικής γλώσσας στα σχολεία της βασικής εκπαίδευσης για τα παιδιά της μειονότητας. Προβλέπει ότι το κράτος αναλαμβάνει την υποχρέωση παροχής εκπαίδευσης «εν τη ιδία γλώσση» των μουσουλμάνων στα δημοτικά σχολεία, αλλά και την υποχρεωτική διδασκαλία της επίσημης γλώσσας.
 
Πρέπει από την αρχή να ξεκαθαρίσουμε ότι η μειονότητα στη Θράκη αποτελεί μία θρησκευτική συλλογικότητα μουσουλμάνων Ελλήνων πολιτών που δικαιούνται να απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα και έχουν τις ίδιες υποχρεώσεις με όλους τους Έλληνες πολίτες. Αυτό ισχύει επίσημα και σύμφωνα με τη συνθήκη της Λωζάννης.
 
Το σημερινό καθεστώς λειτουργίας των μειονοτικών σχολείων σε μεγάλο βαθμό διέπεται ακόμα από τα μορφωτικά πρωτόκολλα που υπογράφησαν μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας το 1951 και το 1968. Με το Ν/Δ 3065/54  «Περί του τρόπου λειτουργίας Τουρκικών σχολείων στοιχειώδους εκπαιδεύσεως Δυτικής Θράκης και ρυθμίσεων ζητημάτων τινών αφορώντων εις την εποπτείαν αυτών από τους Επιθεωρητάς Τουρκικών Σχολείων Δυτικής Θράκης» και αργότερα με τη μορφωτική συμφωνία του 1968 επιβλήθηκε η τουρκική γλώσσα στην εκπαίδευση των μουσουλμάνων της ελληνικής Θράκης.


 Η μειονεκτικότητα των μειονοτικών σχολείων 

Ήδη από το 1997, ο Γεράσιμος Κουζέλης, γράφοντας αναφορικά με την κατάσταση των μειονοτικών σχολείων, είχε τονίσει πως «η πολιτική της μη-εκπαίδευσης βολεύει, στο επίπεδο των μυωπικών κρατικών επιλογών και τις «δύο πλευρές». Με τη διαφορά  βεβαίως ότι την ευθύνη για την εκπαίδευση των πολιτών του την έχει το ελληνικό κράτος και δεν μπορεί να την απεμπολεί με κανένα τρόπο» (Σύγχρονα Θέματα τ. 63, 1997, σελ. 47). 

Από το 1997 μέχρι σήμερα πολλά έχουν αλλάξει στη θρακιώτικη κοινωνία και το βασικότερο από αυτά είναι ότι οι Θρακιώτες μουσουλμάνοι δεν είναι πλέον αθύρματα στα χέρια οποιασδήποτε χειραγώγησης, αλλά ενδιαφέρονται για την πρόοδο των παιδιών τους εγκαταλείποντας σταδιακά τα μειονοτικά σχολεία. Επιπλέον, σήμερα οι μουσουλμάνοι στέλνουν τα παιδιά τους στο δημόσιο Γυμνάσιο και Λύκειο, ενώ ο αριθμός των μουσουλμάνων που εισάγονται στα ελληνικά πανεπιστήμια είναι αξιοσημείωτος.
 

Τι γίνεται, όμως στην πρωτοβάθμια μειονοτική εκπαίδευση; Στα μειονοτικά σχολεία που λειτουργούν σήμερα στη Θράκη το αναλυτικό πρόγραμμα διανέμει το χρόνο διδασκαλίας ανάμεσα στα ελληνικά και τα τουρκικά. Έτσι, τα μαθήματα που διδάσκονται στην ελληνική είναι η Ελληνική γλώσσα, η Ιστορία, η Γεωγραφία, η Κοινωνική και Πολιτική Αγωγή και η Μελέτη Περιβάλλοντος, ενώ τα υπόλοιπα διδάσκονται στην τουρκική. Το γεγονός αυτό, από  μόνο του, επιβάλλει σε όλους ανεξαιρέτους τους μειονοτικούς μαθητές (Ρομά-Πομάκοι-Τουρκόφωνοι) την τουρκική ταυτότητα, αλλά προκαλεί και μία σειρά ανεπανόρθωτες δυσκολίες εκμάθησης της ελληνικής.
 

Το σημαντικότερο πρόβλημα των μειονοτικών σχολείων είναι ότι  δε δημιουργούν ελεύθερους πολίτες. Δημιουργούν φανατικούς νέο-γενίτσαρους, έτοιμους να υιοθετήσουν τις πιο ακραίες θέσεις των γκρίζων λύκων. Και αυτό το νέο «παιδομάζωμα» δε συντελείται αυτή τη φορά από τους Τούρκους. Αντίθετα, γίνεται για λογαριασμό των Τούρκων από το ελληνικό Υπουργείο (όχι πλέον εθνικής) Παιδείας. Και γίνεται με τρόπο ασυλλόγιστο, παράλογο και εγκληματικό. Γίνεται καταστρατηγώντας κάθε έννοια κοινής λογικής, αντίθετα με οποιοδήποτε ενδιαφέρον για αυτά τα ελληνόπουλα, που πέφτουν καθημερινά θύματα της τουρκικής προπαγάνδας στη Θράκη. Αυτά τα ελληνόπουλα, που, επειδή είναι μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα, υφίστανται τον πιο σκληρό ρατσισμό από την ίδια την πολιτεία, καθώς είναι αναγκασμένα να μένουν αμόρφωτα και να μη λαμβάνουν ισότιμη παιδεία με όλα τα άλλα ελληνόπουλα μόνο και μόνο επειδή ορισμένοι εγκάθετοι παίζουν (επί αδρά αμοιβή) τα πολιτικά παιχνίδια τους πάνω στο κορμί της μειονότητας.
 

Όμως αυτά τα μη-σχολεία με το παρωχημένο νομοθετικό πλαίσιο και τον εθνικιστικό προσανατολισμό συνεχίζουν να λειτουργούν ακόμα στον 21ο αιώνα! Ποιους εξυπηρετεί σήμερα η λειτουργία τους; Τις μαθησιακές ανάγκες των μαθητών; Τις ίσες ευκαιρίες στην εκπαίδευση; Την ειρηνική συνύπαρξη χριστιανών και μουσουλμάνων στη Θράκη; Σίγουρα όχι. Το μόνο που εξυπηρετούν τα μειονοτικά σχολεία είναι τα αλυτρωτικά σχέδια της Άγκυρας για τη Θράκη.


 Η καταστρατήγηση της αρχής της αμοιβαιότητας 

Κάποιοι μειονοτικοί δημοσιογράφοι, πονηρά σκεπτόμενοι, προβάλλουν την άποψη ότι, όπως οι Ρωμιοί της Πόλης διδάσκονται ελληνικά στην Τουρκία, έτσι και οι μουσουλμάνοι της Θράκης πρέπει να διδάσκονται την τουρκική στην Ελλάδα. Η άποψη αυτή είναι παντελώς αβάσιμη. Πρώτα απ’ όλα διότι, σύμφωνα με τις επίσημες διεθνείς συνθήκες, η ελληνική μειονότητα της Τουρκίας είναι εθνική και όχι μόνο θρησκευτική. Αντίθετα στη Θράκη, η μουσουλμανική μειονότητα χαρακτηρίζεται επίσημα ως «θρησκευτική». 
Η εθνική (ελληνική) μειονότητα της Κωνσταντινουπόλεως και η θρησκευτική (μουσουλμανική) μειονότητα της ελληνικής Θράκης ορίζεται από τους όρους της ανταλλαγής των πληθυσμών το 1923. Είναι σημαντικό να θυμηθούμε τι ορίζει η ανταλλαγή:  
«Από 1ης Μαΐου 1923 θέλει διενεργηθή ανταλλαγή των Τούρκων υπηκόων Ελληνικού ορθοδόξου θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί των τουρκικών εδαφών, και των Ελλήνων υπηκόων, μουσουλμανικού θρησκεύματος των εγκατεστημένων επί των ελληνικών εδαφών». 
Κατά το άρθρ. 2: 
«Δεν θα περιληφθούν εις την εν τω πρώτω άρθρω προβλεπομένην ανταλλαγήν: 
α) Οι Ορθόδοξοι Έλληνες, κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως, 
β) Οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της Δυτικής Θράκης, θέλουν θεωρηθή ως Έλληνες κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως πάντες οι Έλληνες, οι εγκατεστημένοι ήδη από της 30ής Οκτωβρίου 1918 εν τη περιφέρεια της Νομαρχίας Κωνσταντινουπόλεως ως αύτη καθορίζεται υπό του Νόμου του 1912. Θέλουν θεωρηθή ως Μουσουλμάνοι κάτοικοι της Δυτικής Θράκης πάντες οι Μουσουλμάνοι, οι εγκατεστημένοι εν τη περιοχή ανατολικώς της μεθορίου της καθορισθείσης τω 1913 δια της Συνθήκης του Βουκουρεστίου». 
Τα πονηρά επιχειρήματα υπέρ της λειτουργίας των μειονοτικών σχολείων λόγω της αρχής της αμοιβαιότητας είναι ανυπόστατα για έναν επιπλέον λόγο.  Η αρχή της αμοιβαιότητας έχει  στην πράξη καταστρατηγηθεί από την Τουρκία με συστηματικό διωγμό και παραβιάσεις των δικαιωμάτων των Ελλήνων που ζουν στην Τουρκία. Αντίθετα στην Ελλάδα, η μουσουλμανική μειονότητα ζει και δημιουργεί ελεύθερα, χωρίς οποιασδήποτε μορφής καταπίεση. Στην Κωνσταντινούπολη υπάρχουν σήμερα λιγότεροι από 300 Έλληνες μαθητές στα τρία ελληνικά σχολεία (Μεγάλη του Γένους Σχολή, Ζάππειο, Ζωγράφειο), ενώ στη Θράκη λειτουργούν 171 μειονοτικά σχολεία (32 στην Ξάνθη, 120 στην Κομοτηνή και 19 στον Έβρο) με  σχεδόν 7.000 μουσουλμάνους μαθητές (κατά το σχολ. έτος 2006-07 φοιτούσαν 3.057 μαθητές στα μειονοτικά σχολεία του Ν. Ξάνθης, 3.037 στο Ν. Ροδόπης και 553 στο Ν. Έβρου). 

Η αρχή της αμοιβαιότητας έχει επίσης καταστρατηγηθεί στην πράξη από την Τουρκία με τη συστηματική πολιτική εξόντωσης των Ελλήνων που εφάρμοσε.  Οι μεθοδευμένες ανθελληνικές ταραχές στην Κωνσταντινούπολη το Σεπτέμβριο του 1956, οι μαζικές απελάσεις Κωνσταντινουπολιτών  Ελλήνων υπηκόων το 1964-65, τα απαγορευτικά διοικητικά μέτρα της περιόδου 1964-67 οδήγησαν στον ξεριζωμό του ελληνικού πληθυσμού της Πόλης, της Ίμβρου και της Τενέδου.
 

Στην Κωνσταντινούπολη τα τρία εναπομείναντα ελληνικά σχολεία χρηματοδοτούνται αποκλειστικά από την ελληνική κοινότητα. Αντίθετα στην Ελλάδα, το ελληνικό κράτος έχει δαπανήσει, και συνεχίζει να δαπανά τεράστια ποσά για τις λειτουργικές ανάγκες και τη συντήρηση των μειονοτικών σχολείων.
 

Εκτός από τα λειτουργικά έξοδα, υπέρογκα ποσά διατίθενται για τη μετακίνηση των μουσουλμάνων μαθητών των μειονοτικών σχολείων στη Θράκη. Αναφέρουμε ένα μόνο παράδειγμα: Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση κατά το σχολικό έτος 2009-2010 μετακινήθηκαν 352 μειονοτικοί μαθητές , με ετήσιο κόστος ανά μαθητή 907 ευρώ (Ανακοίνωση Νομαρχίας Ξάνθης, εφ. Αγώνας 23/9/2010 σ. 6).
 

Η εκπαίδευση των μουσουλμάνων θύμα του νεοθωμανισμού 

Δυστυχώς η εκπαίδευση των μουσουλμάνων Ελλήνων παραμένει ακόμα θύμα της αλυτρωτικής πολιτικής της Άγκυρας. Η γειτονική χώρα υπονομεύει συνεχώς τη νομιμότητα στη Θράκη, δυναμιτίζοντας τόσο την τήρηση των θεσμών της ελληνικής πολιτείας, όσο και τις παγιωμένες σχέσεις αγάπης και φιλίας μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων. Με τρόπο φασιστικό θέλει να επιβάλει στους μουσουλμάνους να ονομάζονται Τούρκοι, εμποδίζοντας ποικιλότροπα και τρομοκρατικά το δικαίωμα όσων το επιθυμούν να αυτοαποκαλούνται Έλληνες μουσουλμάνοι, Πομάκοι μουσουλμάνοι ή Ρομά μουσουλμάνοι. 
Στην Ελληνική Θράκη υπάρχει απόλυτη θρησκευτική ελευθερία και ελευθερία του λόγου. Ελευθερία που έχει καταντήσει ασυδοσία στα χέρια μισθοφόρων κηρύκων του ισλαμικού μίσους και του νεοθωμανικού φονταμενταλισμού. 
Ο πρώην πρόεδρος της Βουλής Παναγιώτης Σγουρίδης  επεσήμανε  (Παλαιά Βουλή 29/11/2010) σε εκδήλωση για το νεοθωμανισμό στην ελληνική Θράκη: 


«Βλέπουμε, σαν να μη συμβαίνει τίποτα, οι τουρκικές διεκδικήσεις να διεισδύουν  στην Θράκη με άγνωστη χρηματοδότηση, που δεν δικαιολογεί το μέγεθος της οικονομίας της Θράκης τέτοια διείσδυση».
Η στρατηγική της Τουρκίας για τη Θράκη μπορεί να αναλυθεί σε πολλούς επιμέρους στόχους, όπως: 
1. Αναβίωση του οθωμανισμού στα Βαλκάνια.
 
2. Γκετοποίηση της μειονότητας και παρεμπόδιση των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων των μουσουλμάνων με χριστιανούς.
 
3.Φυλετική ομογενοποίηση των τριών εθνοτικών ομάδων της μειονότητας (Τουρκόφωνοι, Πομάκοι, Ρομά).
 
4. Χρησιμοποίηση της ισλαμικής πίστης για την εθνοτική χειραγώγηση των μουσουλμάνων Ελλήνων.
 
5. Εφαρμογή της ψυχολογίας του φόβου στους μουσουλμάνους Έλληνες πολίτες, οι οποίοι χαρακτηρίζονται «προδότες του τουρκικού έθνους» όταν εκφράζουν το σεβασμό τους προς την πατρίδα τους την Ελλάδα.
 
6. Επιβολή της τουρκικής γλώσσας στη μειονοτική μη-εκπαίδευση, αλλά και ευρύτερη χρήση της στην καθημερινή ζωή των μουσουλμάνων, με απαγόρευση της δημόσιας χρήσης της Πομακικής και της Ρομανί.


Αυτή τη στιγμή μία τουρκική μαφία λυμαίνεται τη Θράκη υπό το αδιάφορο βλέμμα των ελληνικών αστυνομικών και στρατιωτικών αρχών. Τα παρακλάδια της τουρκικής μαφίας στη Θράκη είναι πολλά και στηρίζονται από τις ένοπλες δυνάμεις και τις διπλωματικές υποδομές της Τουρκίας. Το κακό είναι πως η Τουρκία, με άφατη νεοθωμανική υπεροψία, θέλει να επιβάλλει τη δική της πολιτική και στον τομέα της εκπαίδευσης των μουσουλμάνων Ελλήνων. Όμως οι μουσουλμάνοι Έλληνες δεν ενδιαφέρονται καθόλου πλέον για τα πολιτικά τερτίπια της Τουρκίας σε βάρος τους. Ξέρουν πως πατρίδα τους είναι η Ελλάδα και γι αυτό επιλέγουν πλέον όλο και περισσότερο τα δημόσια σχολεία για τη μόρφωση των παιδιών τους, αντί για τα μειονοτικά μη-σχολεία...

 Η εκπαίδευση μουσουλμανοπαίδων και τα ευρωπαϊκά κονδύλια (1997-2013)
Το Πρόγραμμα Εκπαίδευσης Μουσουλμανοπαίδων, διαχειριζόμενο τόσα χρόνια τεράστια χρηματικά κονδύλια, τείνει να αντικαταστήσει την επίσημη εκπαιδευτική πολιτική, λειτουργώντας ουσιαστικά εμβαλωματικά, ως μία τονωτική ένεση σε ένα σύστημα που πνέει τα λοίσθια. Διατεινόμενο ότι στοχεύει στην προώθηση της ελληνομάθειας μεταξύ των Μουσουλμανοπαίδων, αποδέχεται τη θεσμικά επιβεβλημένη τριγλωσσία στους μειονοτικούς πληθυσμούς, προς όφελος όμως της τουρκικής γλώσσας, η οποία δεν αποτελεί μητρική γλώσσα για όλους τους μουσουλμάνους της Θράκης.


 Αγνοώντας κατά τρόπο κραυγαλέο τις μητρικές γλώσσες των Πομάκων και των Ρομά, το πρόγραμμα αυτό επιχείρησε να κατασκευάσει μία ανύπαρκτη ενιαία τουρκική ταυτότητα για όλη τη μειονότητα. Και αυτή η κατασκευή δεν ήταν καθόλου αθώα. Ήταν προσχεδιασμένη και σκόπιμη.

 Η πρώτη και τη δεύτερη φάση του Προγράμματος Εκπαίδευσης Μουσουλμανοπαίδων (1997-2000, 2002-2004) στοίχισε 9.640.000 ευρώ. Η τρίτη φάση (2004-2008) στοίχισε 7.350.000 ευρώ. Η τέταρτη φάση ανέρχεται σε 10.2555.000 ευρώ. Συνολικά το πρόγραμμα από το 1997 μέχρι το  2013 θα στοιχίσει 27.245.000 ευρώ.  Με αυτά τα χρήματα θα μπορούσαν να είχαν γίνει θαύματα, εάν τα χρήματα είχαν δοθεί σωστά στην ενίσχυση της προσχολικής αγωγής και την ίδρυση δημόσιων σχολείων.

 Οι υπεύθυνοι του προγράμματος φρόντισαν να διατηρήσουν άριστες σχέσεις με τους φερόμενους ως εκπροσώπους ορισμένων μειονοτικών συλλόγων και ορισμένους  μειονοτικούς δημοσιογράφους, στους οποίους και ανέθεσαν τη διαφήμιση του έργου τους. Αδιαφόρησαν όμως για τον απλό μουσουλμάνο γονιό και μαθητή, για τις πραγματικές τους μαθησιακές ανάγκες και όχι αυτές που επιβάλλουν οι εθνικιστικές σκοπιμότητες της Τουρκίας στη Θράκη. Και βέβαια ουδέποτε έλαβαν υπόψη τους τις δημοκρατικές φωνές μουσουλμάνων δημοσιογράφων όπως ο Σεμπαϊδήν Καραχότζα ή τις συστηματοποιημένες προτάσεις σοβαρών συλλόγων όπως ο Σύλλογος Ελλήνων Μουσουλμάνων, ο Πολιτιστικός Σύλλογος Πομάκων Ν. Ξάνθης, ο Πανελλήνιος Σύλλογος Πομάκων κ.λπ.

 Αν δεν υπήρχε το Πρόγραμμα Εκπαίδευσης Μουσουλμανοπαίδων, με τις παχυλές ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις και τη διασπάθισή τους για τη διάσωση και τον εξωραϊσμό του σαθρού συστήματος της μειονοτικής παραπαιδείας (διότι δεν πρόκειται περί παιδείας) από το 1996 μέχρι σήμερα, ίσως δεν θα υπήρχαν πλέον μειονοτικά σχολεία. Τα δισεκατομμύρια ευρώ που κατασπατάλησε το πρόγραμμα δεν ωφέλησαν τους μουσουλμάνους μαθητές. Το μόνο που κατάφεραν είναι να διατηρούν με νύχια και με δόντια ένα μηχανισμό που καταρρέει, να δίνουν «παρηγοριά στον άρρωστο μέχρι να βγει η ψυχή του». Και ας μην κρυβόμαστε: ο μηχανισμός της μειονοτικής εκπαίδευσης είναι ένας άρρωστος που παραπαίει, κι αντί να τον θεραπεύουμε, κάποιοι προτιμούν συνεχώς να τον κρατούν στην εντατική, με ορούς και ενέσεις…

 Ο πρώην υπουργός Παιδείας Ευριπίδης Στυλιανίδης, με ερώτησή του στη Βουλή στις 16/6/2010 τόνισε πως η έγκριση του Προγράμματος Εκπαίδευσης Μουσουλμανοπαίδων, τη στιγμή που δεν εγκρίθηκαν τα αντίστοιχα προγράμματα των Παλιννοστούντων ομογενών και των Αλλοδαπών, αδικεί τους παλιννοστούντες ομογενείς, τους Ρομά και τους αλλοδαπούς, ενώ παράλληλα «υπονομεύει την πολιτική εκσυγχρονισμού και αναβάθμισης της δημόσιας εκπαίδευσης, η οποία τα τελευταία χρόνια κατέστη ιδιαιτέρως ελκυστική για τα παιδιά της μειονότητας». 

Οι υπεύθυνοι και οι ανεύθυνοι 

Ποιοι φταίνε για το χαμηλό επίπεδο της εκπαίδευσης των μουσουλμανοπαίδων της Ελλάδας; Οι Υπουργοί Παιδείας; Οι μισθωτοί της Άγκυρας στη Θράκη;  Οι συντονιστές των γραφείων μειονοτικής εκπαίδευσης; Οι εκπαιδευτικοί; Οι μαθητές; Οι γονείς τους;  Ας επιχειρήσουμε ένα σύντομο καταμερισμό των ευθυνών.

 1) Οι εκάστοτε υπουργοί Παιδείας έχουν μεγάλο ποσοστό ευθύνης, ως προς το ότι, ελλείψει οράματος, δεν έσκυψαν όσο θα έπρεπε πάνω στα προβλήματα, δεν αφουγκράστηκαν τις αληθινές ανάγκες των ανθρώπων, πέφτοντας έτσι θύματα του φοβικού κλίματος που τους μετέφεραν απληροφόρητοι σύμβουλοι και κομματικοί παρατρεχάμενοι. Η μεγαλύτερη ευθύνη τους είναι ότι επέτρεψαν στην Άγκυρα να αλωνίζει στη Θράκη και να καθορίζει την εκπαίδευση Ελλήνων πολιτών. 

2) Οι μισθωτοί της Άγκυρας στη Θράκη, ως επαγγελματίες καθοδηγητές, παίρνουν περισσότερα χρήματα από το τουρκικό προξενείο απ’ όσα αξίζουν (ο προϋπολογισμός του τουρκικού προξενείου Κομοτηνής είναι 16.000.000 ευρώ!).  Συνήθως πρόκειται για αγράμματους και απαίδευτους ρατσιστές, που γνωρίζουν μόνο τις τεχνικές εκφοβισμού και χειραγώγησης της θρησκευτικής πίστης των μουσουλμάνων Ελλήνων προς όφελος του νεοθωμανισμού. Η προπαγάνδα τους δεν γίνεται αποδεκτή από τους φιλειρηνικούς Θρακιώτες μουσουλμάνους. Κυκλοφορώντας με κοστούμια, γραβάτες, κεμαλικές κονκάρδες, τούρκικες σημαίες, κασκόλ της Φενέρ Μπαχτσέ και προπαγανδιστικά έντυπα στα χέρια γίνονται γραφικοί, καθώς οι μουσουλμάνοι Έλληνες τους χλευάζουν. Οι άνθρωποι αυτοί υπηρετούν τα συμφέροντα ξένης δύναμης και θέτουν σε κίνδυνο της ειρήνη και την ασφάλεια της χώρας μας παραβαίνοντας σημαντικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα ( άρθρα 148, 191, 192).

3) Οι περισσότεροι από αυτούς που κατά καιρούς διετέλεσαν προϊστάμενοι και διευθυντές του Συντονιστικού Γραφείου Μειονοτικής Εκπαίδευσης ήταν κυρίως άβουλα κομματικά στελέχη, που δε θέλησαν να θίξουν τα κακώς κείμενα για να μην ανοίξουν «τους ασκούς του Αιόλου της μειονότητας» (κατά την προσφιλή τους φράση), δηλαδή για να μην ενοχλήσουν τους εκμεταλλευτές της μειονότητας στη Θράκη, τους Τούρκους χειραγωγούς των μουσουλμάνων Ελλήνων. Υπηρέτησαν γραφειοκρατικά, δίχως όραμα, ένα στείρο εκπαιδευτικό παραμάγαζο, αντί της ενιαίας και πραγματικής μόρφωσης.

4) Οι εκπαιδευτικοί συνήθως κάνουν ένα μεγάλο αγώνα για να ξεπεράσουν τις αντικειμενικές δυσκολίες της θεσμοθετημένης τριγλωσσίας. Στέκονται δίπλα στα παιδιά, προσπαθούν να μάθουν τη μητρική τους γλώσσα, τα στηρίζουν στην προσπάθειά τους να κατανοήσουν τον κόσμο που ζουν. Ίσως δεν ισχύει το ίδιο για ορισμένους αποφοίτους της ΕΠΑΘ (Ειδικής Παιδαγωγικής Ακαδημίας Θεσ/νίκης), οι οποίοι ενδιαφέρθηκαν μόνο για την εξασφάλιση της μηνιαίας μισθοδοσίας τους, μετατρέποντας τους εαυτούς τους σε όργανα της τουρκικής προπαγάνδας. Είναι χαρακτηριστικές οι πρόσφατες ανακοινώσεις του Συλλόγου Αποφοίτων της ΕΠΑΘ (με πρόεδρο το Ν. Κιγιτζή), οι οποίες έκλιναν το γόνυ στις πιο φιλοθωμανικές επιταγές του βαθέως κράτους της Τουρκίας. Ξεχνά φαίνεται ο κ. Κιγιτζή ότι οι ΕΠΑΘίτες δάσκαλοι μισθοδοτούνται από το ελληνικό και όχι από το τουρκικό Υπουργείο Παιδείας και πως θα όφειλαν να ενδιαφέρονται για τα συμφέροντα του ελληνικού κράτους και όχι του τουρκικού. 

5) Οι μαθητές από μόνοι τους είναι οι μόνοι που σίγουρα δε φταίνε. Είναι, όμως, τα θύματα της αντιμαθησιακής εκπαιδευτικής πολιτικής. Κάνουν έναν τεράστιο υπαρξιακό αγώνα να κτίσουν την προσωπικότητά τους, παρά την έκθεσή τους, ήδη από την ηλικία των έξι ετών στην ωμή προπαγάνδα του νεοθωμανισμού μέσα από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς θεσμούς.

6)  Οι γονείς των μαθητών έχουν επίσης το μερίδιο της ευθύνης τους, στο βαθμό που ανέχτηκαν να παίζονται πολιτικά παιχνίδια πάνω στην πλάτη τους. 
Είναι βέβαιο ότι η όποια βελτίωση του σκηνικού απαιτεί συνεργασία και κοινό προγραμματισμό όλων των εμπλεκομένων και όχι λύσεις επιβεβλημένες άνωθεν που καμία σχέση δεν έχουν με τις μαθησιακές ανάγκες των παιδιών.
 

Κάνοντας καριέρα στην πλάτη των μειονοτικών μαθητών 

Ένας από τους παράγοντες για τον οποίον δεν έχουν διατυπωθεί ξεκάθαρες προτάσεις και λύσεις προς όφελος των μουσουλμάνων Ελλήνων μαθητών είναι οι επιστημονικοφανείς θεωρίες ορισμένων Ελλήνων πανεπιστημιακών, οι οποίοι κάνουν καριέρα πάνω στα μειονοτικά ζητήματα. Μέσα στα κείμενά τους «θολώνουν τα νερά για να φαίνονται βαθιά» (όπως θα έλεγε γι αυτούς ο Nietzsche) κι αντί να βοηθήσουν να ξεμπερδευτεί το κουβάρι, το μπερδεύουν ακόμα περισσότερο μόνο και μόνο για να παρουσιαστούν αυτοί ως οι επαγγελματίες επιστήμονες του μειονοτικού λόγου.  Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του ΚΕΜΟ (Κέντρο Ερευνών Μειονοτικών Ομάδων). 

Κάποια μέλη του ΚΕΜΟ, εδώ και πολλά χρόνια, αρθρογραφούν πάνω στα μειονοτικά ζητήματα, διατηρούν άριστες σχέσεις με τα μειονοτικά σωματεία που χρηματοδοτεί η Άγκυρα, εμφανίζονται στα συνέδρια ως υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (μόνο εκείνων των δικαιωμάτων που προτάσσει ο τουρκικός κεμαλισμός), συνηγορούν υπέρ της τουρκομουσουλμανικής μειονότητας (όρος που οι ίδιοι εφηύραν και συστηματικά χρησιμοποιούν, παρερμηνεύοντας  τις διεθνείς συνθήκες και το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού των Πομάκων και των Ρομά). Γι αυτούς δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού έχουν μόνο οι Τούρκοι, όχι οι Πομάκοι, όχι οι Ρομά.  
Στην πράξη, αυτό το κατεστημένο μίας αποδομητικής προσέγγισης της μειονοτικής εκπαίδευσης καθόλου δεν έχει συνεισφέρει στην ουσιαστική αναβάθμιση του στείρου μειονοτικού σχολείου, ούτε στο σεβασμό της ετερότητας, την οποία συνεχώς επικαλούνται. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι απόψεις και οι προτάσεις αυτών των συγγραφέων ταυτίζονται απόλυτα με το σύνολο των προτάσεων των νεοθωμανικών συλλόγων που χρηματοδοτεί η Άγκυρα στη Θράκη. 

Οι πρόσφατες προσπάθειες προπαγάνδισης της έννοιας της «τουρκομουσουλμανικής» μειονότητας συνιστούν ουσιαστικά την κατασκευή ενός όρου, που δεν ανταποκρίνεται στις πραγματικές συνθήκες της Θράκης, όπου η μουσουλμανική μειονότητα συναπαρτίζεται από Πομάκους, Ρομά και τουρκόφωνους. Τις προσπάθειες παρουσίασης της μειονότητας ως ενιαίας τουρκικής μετά μανίας υπερασπίζονται τόσο οι εγκάθετοι του τουρκικού εθνικισμού όσο και οι «ειδικοί» του ΚΕΜΟ. Τυχαίο;

 Στην ίδια κατηγορία επιστημονικοφανών αναφορών στα ζητήματα της μειονοτικής πολιτικής εντάσσονται αναφορές πολιτικής (policy reports) που έχει κατά καιρούς προβάλλει το Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ). Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι επιλεκτικές και μονομερείς προτάσεις που υπέβαλλε το ΕΛΙΑΜΕΠ (Άννα Τριανταφυλλίδου & Ντία Αναγνώστου, «Οι Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης, Ελλάδα. Προτάσεις για στρατηγικές περιφερειακής ανάπτυξης», πρόγραμμα EUROREG 2004-2007), στις οποίες περιλαμβάνεται η ενίσχυση της διγλωσσίας (ελληνικά-τουρκικά) στα γραφεία των δήμων, τις δημόσιες υπηρεσίες, το πρόγραμμα σπουδών των μειονοτικών σχολείων. Είναι άραγε τυχαίο ότι αυτές οι προτάσεις ταυτίζονται με τις διεκδικήσεις του κεμαλικού εθνικισμού στη Θράκη; 
Ούτε λέξη για τα μαθησιακά προβλήματα των Πομάκων και των Ρομά μαθητών που προέρχονται από την τριγλωσσία που τους έχει επιβληθεί θεσμικά μέσα από την παρωχημένη και ψυχροπολεμική νομοθεσία της μειονοτικής μη-εκπαίδευσης. 

Τέτοιες προτάσεις «διακοινοτικού χαρακτήρα» ουσιαστικά γκετοποιούν τους μουσουλμάνους, επιβάλλουν την καχυποψία μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων και υποδαυλίζουν την ειρηνική συνύπαρξη, που για τη Θράκη αποτελεί ιστορικό κεκτημένο. Επιπλέον, ισοπεδώνουν το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού οποιουδήποτε μουσουλμάνου δεν επιθυμεί να χαρακτηρίζεται «Τούρκος». Δυστυχώς, όμως, ενώ τέτοιες προτάσεις όπως αυτές του ΕΛΙΑΜΕΠ, είναι αστοιχείωτες και προκατασκευασμένες, μερικές φορές επηρεάζουν τις κυβερνητικές επιλογές ορισμένων πολιτικών κομμάτων.

Τι οφείλει να πράξει η ελληνική πολιτεία. 

Ως προς την εκπαίδευση των μουσουλμάνων Ελλήνων, η ελληνική πολιτεία θα πρέπει να πάρει άμεσα εκπαιδευτικά μέτρα που θα ενισχύσουν την ελληνομάθεια των μουσουλμάνων: 
1. Να ενισχύσει την προσχολική αγωγή στην ελληνική γλώσσα.
 
2. Να  ιδρύσει σε όλα τα μακρινά χωριά βρεφονηπιακούς σταθμούς.
 
3. Να διορίσει στα δημόσια δημοτικά σχολεία μουσουλμάνους δασκάλους που θα διδάσκουν την ισλαμική θρησκεία, την ίδια ώρα που τα χριστιανόπουλα διδάσκονται τη χριστιανική θρησκεία.
 
4. Να δημιουργήσει δημόσια δημοτικά σχολεία στα πομακοχώρια, δίνοντας την ευκαιρία σε όσους το επιθυμούν να παρακολουθήσουν ισότιμη εκπαίδευση  με όλα τα παιδιά στην Ελλάδα
 
5. Να πάψει να χρηματοδοτεί προγράμματα που θεσμοθετούν την τουρκική γλώσσα σα μόνη επιλογή στη μειονοτική εκπαίδευση.
 
6. Τα μειονοτικά σχολεία να μετατραπούν σε διαπολιτισμικά σχολεία, παρέχοντας τον ενιαίο κορμό γνώσεων που παρέχουν όλα τα δημόσια σχολεία.
 
7. Να δίνεται ευκαιρία (και να επιδοτείται μέσα από προγράμματα) να διδάσκονται πέραν του σχολικού ωραρίου, οι μητρικές γλώσσες που μιλούν οι γονείς των μουσουλμάνων μαθητών (τουρκικά, πομακικά, ρομανί).
 

Από το μειονοτικό μη-σχολείο στο σχολείο του αύριο 

Τα μειονοτικά σχολεία, όπως συνεχίζουν σήμερα να λειτουργούν, παγιώνουν τη μη-μόρφωση για τους Έλληνες πολίτες που είναι μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα. Επιπλέον, γκετοποιούν, διχάζουν και πολλαπλασιάζουν τις κοινωνικές και μορφωτικές ανισότητες.  Για το λόγο αυτό η ιστορική εξέλιξη οδηγεί νομοτελειακά στη συρρίκνωσή τους.

Αν συγκρίνουμε τα αριθμητικά στοιχεία που αφορούν στο μαθητικό δυναμικό των μειονοτικών σχολείων της Θράκης θα παρατηρήσουμε ότι από το 1991 μέχρι το 2007 παρατηρήθηκε μείωση των μαθητών από 7.248 σε 6.647. Η μείωση δεν οφείλεται σε μείωση των γεννήσεων αλλά στην προτίμηση των μουσουλμάνων για τα δημόσια σχολεία της Θράκης. Αντίστοιχα, το 1996-97 στους νομούς Ξάνθης και Ροδόπης οι μειονοτικοί μαθητές στα δημόσια σχολεία ήταν περίπου 300, ενώ σήμερα υπερβαίνουν τους 1.000. Η αυξητική αυτή τάση είναι πιο έντονη στο νομό Ξάνθης.  Σημειώνουμε επίσης ότι οι μουσουλμάνοι μαθητές που παρακολουθούσαν τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση το 2009 ήταν 4.650 έναντι 3.115 το 2001. Κατά το σχολικό έτος 2009-10 φοιτούσε στα δημόσια δημοτικά σχολεία της Θράκης το 32,5 % των μουσουλμάνων μαθητών. Για τα Γυμνάσια το ποσοστό ανέρχεται στο 76, 2% και για τα Λύκεια στο 85% επί του συνόλου των μουσουλμάνων μαθητών. Και στο επίπεδο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έχει πλέον ελαχιστοποιηθεί ο αριθμός των μουσουλμάνων Ελλήνων που φεύγουν για σπουδές στην Τουρκία, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία επιλέγει τα ελληνικά πανεπιστήμια. 
Κι αυτό δεν οφείλεται βέβαια στο πρόγραμμα εκπαίδευσης μουσουλμανοπαίδων, αλλά στη δυναμική της μουσουλμανικής κοινωνίας στη Θράκη, η οποία συνειδητά επιλέγει το ελληνόφωνο σχολείο αντί του μειονοτικού, έχοντας διαπιστώσει ότι εξασφαλίζει καλύτερες προϋποθέσεις για το μέλλον των παιδιών τους.

Αργά ή γρήγορα το μειονοτικό σχολείο θα εξαφανιστεί. Όπου συνεχίσει να υπάρχει, θα έχει τη μορφή διαπολιτισμικού σχολείου, ενισχυμένο από την ελληνική πολιτεία, διότι η Ελλάδα ανέκαθεν σεβόνταν και σέβεται το δικαίωμα στη διαφορετικότητα.

Τα μειονοτικά σχολεία γρήγορα θα κλείσουν. Θα κλείσουν έχοντας μείνει δίχως σπουδαστές, καθώς θα τα εγκαταλείπουν όλο και περισσότεροι γονείς και μαθητές. Και για άλλη μια φορά το Υπουργείο Παιδείας (που ελπίζουμε γρήγορα να ξαναονομαστεί Εθνικής Παιδείας) θα έχει μείνει πίσω από τις εξελίξεις.

Συμπερασματικά
Λοιπόν, γιατί υπάρχουν ακόμα μειονοτικά σχολεία στη Θράκη; Είναι η ατολμία και η έλλειψη σοβαρού εκπαιδευτικού σχεδιασμού; Είναι ο φόβος της ετερότητας του γείτονα;   Σήμερα, οι Έλληνες υπουργοί Εξωτερικών και Παιδείας, εγκλωβισμένοι στο φοβικό κλίμα που κάποιοι σύμβουλοι τους επέβαλαν, αδυνατούν να αρθρώσουν ένα σοβαρό εκπαιδευτικό λόγο προς όφελος τόσο της Ελλάδας όσο και των μουσουλμάνων Ελλήνων της Θράκης. Ευτυχώς όμως, όπως είχε πει ο Μένανδρος, «άγει δε προς φως την αλήθειαν  χρόνος». 
Κι όπως λοιπόν ο χρόνος αποκαλύπτει στο φως την αλήθεια, έτσι και το κλίμα του φόβου παύει να απλώνεται πάνω στην πολιτική ζωή του τόπου και κατ’ επέκταση πάνω στις εκπαιδευτικές επιλογές των αρμοδίων. 
Και το ερώτημα «Γιατί υπάρχουν ακόμα μειονοτικά σχολεία;» δεν πρέπει να μας οδηγεί σε μια στείρα ομφαλοσκόπηση, αλλά στην άρνηση του σκοταδισμού που επέβαλλε η μειονοτική παραπαιδεία στη Θράκη. Το επόμενο βήμα είναι μια ξεκάθαρη και ενιαία προσέγγιση της μόρφωσης των παιδιών, ανεξάρτητα από το θρήσκευμά τους και τη μητρική τους γλώσσα.  

Νικόλαος Θ. Κόκκας
Εκπαιδευτικός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου