ΑΞΙΖΕΙ ΤΟΝ ΚΟΠΟ ΝΑ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ..ΚΑΙ ΠΡΟΣΟΧΗ ΟΧΙ ...ΔΑΚΡΥΑ!
Θα έχουμε και σήμερα Μ.Πέμπτη ολίγον Κώστα Βάρναλη, που μας τον θύμισε ο "συντεχνίτης" του Χρήστος Χρηστοφάνης, συνεργάτης μας βεβαίως.
Αξίζει να ρίξτε μια ματιά για να απολαύσετε τους μεστούς στίχους του Βάρναλη, που αν και κομμουνιστής έτρεφε απέραντο σεβασμό προς τις ορθόδοξες παραδόσεις αυτού του λαού, συμπάσχοντας με τα πάθη του Χριστού και της Αγίας μάνας του, προσεγγίζοντας το θείο δράμα τους με βαθειά ανθρώπινη ευαισθησία.
_____________________________________________________
ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ ΜΕ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ
_____________________________
Ξεχωριστό κεφάλαιο της γνήσιας από μέρους του αποδοχής της λαϊκής κουλτούρας και της ποιητικής μαστοριάς του ταυτόχρονα, ο Βάρναλης υπήρξε η συχνή χρήση όχι της απόμακρης, ενίοτε ειρωνικής θεωρητικής γλώσσας μιας (με τα δικά της πλεονεκτήματα αλλά και ισχυρά μειονεκτήματα) «αστικής» αριστεράς, αλλά των θαυμαστών μοτίβων της λαϊκής θρησκευτικής παράδοσης, μέσα από ένα όχι ακίνητο αλλά ανατρεπτικό πρίσμα:
Τετάρτη, 16 Απριλίου 2014
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΕΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΗ!
Διαβάστε:
Η μάνα του Χριστού
Πώς οι δρόμοι ευωδάνε με βάγια στρωμένοι,ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρω μπαξέδες!Η χαρά της γιορτής όλο πιότερο αξαίνεικαι μακριάθε βογκάει και μακριάθε ανεβαίνει.
5Τη χαρά σου, Λαοθάλασσα, κύμα το κύμα,των αλλώνε τα μίση καιρό τηνε θρέφανκι αν η μαύρη σου κάκητα δίψαε το κρίμα,νά που βρήκε το θύμα της, άκακο θύμα!
Α! πώς είχα σα μάνα κι εγώ λαχταρήσει10(ήταν όνειρο κι έμεινεν, άχνα και πάει)σαν και τ’ άλλα σου αδέρφια να σ’ είχα γεννήσεικι από δόξες αλάργα κι αλάργ’ από μίση!
Ένα κόκκινο σπίτι σ’ αυλή με πηγάδι…και μια δράνα γιομάτη τσαμπιά κεχριμπάρι…15νοικοκύρης καλός να γυρνάς κάθε βράδυ,το χρυσό, σιγαλό και γλυκό σαν το λάδι.
Κι άμ’ ανοίγεις την πόρτα με πριόνια στο χέρι,με τα ρούχα γεμάτα ψιλό ροκανίδι,(άσπρα γένια, άσπρα χέρια) η συμβία περιστέρι20ν’ ανασαίνει βαθιά τ’ όλο κέδρον αγέρι.
Κι αφού λίγο σταθείς και το σπίτι γεμίσειτον καλό σου τον ίσκιο, Πατέρα κι Αφέντη,η ακριβή σου να βγάνει νερό να σου χύσει,ο ανυπόμονος δείπνος με γέλια ν’ αρχίσει.
25Κι ο κατόχρονος θάνατος θα ’φτανε μέλικαι πολλή φύτρα θ’ άφηνες τέκνα κι αγγόνιακαθενού και κοπάδι, χωράφι κι αμπέλι,τ’ αργαστήρι εκεινού, που την τέχνη σου θέλει.
Κατεβάζω στα μάτια τη μαύρην ομπόλια,30για να πάψει κι ο νους με τα μάτια να βλέπει…Ξεφαντώνουν τ’ αηδόνια στα γύρω περβόλια,λεϊμονιάς σε κυκλώνει λεπτή μοσκοβόλια.
Φεύγεις πάνω στην άνοιξη, γιε μου καλέ μου,Άνοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις.35Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου,δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!
Καθώς κλαίει, σαν της παίρνουν το τέκνο, η δαμάλα,ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια.Στύλωσέ μου τα δυο σου τα μάτια μεγάλα:40τρέχουν αίμα τ’ αστήθια, που βύζαξες γάλα.
Πώς αδύναμη στάθηκε τόσο η καρδιά σουστα λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας νά μπεις!Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!)δεν ηξέραν ακόμα ούτε ποιό τ’ όνομά σου!
45Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη…Δολερά ξεσηκώσανε τ’ άγνωμα πλήθηκι όσο ο γήλιος να πέσει και νά ’ρθει το δείλι,το σταυρό σου καρφώσαν κι οχτροί σου κι οι φίλοι.
Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι ακόμα,50σα ρωτήσανε: «Ποιός ο Χριστός;» τί ’πες «Νά με»!Αχ! Δεν ξέρει, τί λέει το πικρό μου το στόμα!Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ’ έμαθ’ ακόμα!
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου